Φυσικό αέριο

 

Το φυσικό αέριο είναι ένα καύσιμο άοσμο, άχρωμο και ελαφρύτερο από τον αέρα. Είναι φυσικό προϊόν διύλισης (αποθηκευμένο σε κοιλότητες, σε πετρώδη υπεδάφη κ.α) και διανέμεται κατόπιν χημικής επεξεργασίας.  Αποτελείται από μεθάνιο (CH4) (>82% κατά όγκο) και από λοιπούς υδρογονάθρακες (αιθάνιο, προπάνιο, βουτάνιο κ.α.) [1]. Ανήκει στα αέρια καύσιμα 2ης κατηγορίας με μέση κατώτερη θερμογόνο δύναμη περίπου 10,4 KWh/m3 (μέση ανώτερη 11,5 KWh/m3)  και  έχει μέση πυκνότητα σε κανονικές συνθήκες 0,79kg/Νm[2]. Η διανομή του γίνεται είτε σε αέρια φάση μέσω κεντρικών αγωγών υψηλής πίεσης ή κρυογενικά σε υγροποιημένη μορφή LNG (στους -162ο C) μέσω ειδικών δεξαμενόπλοιων. Πριν την είσοδο στα αστικά κέντρα γίνεται υποβιβασμός της πίεσης και προσθήκη οσμογόνων ουσιών ώστε να εξασφαλιστεί ο εύκολος εντοπισμός των διαρροών στα δίκτυα. Τα παγκόσμια αποθέματα φυσικού αερίου  αυξάνονται  από το 1980 κατά μέσο όρο κατά 3,1% ετησίως, σημαντικά περισσότερο από τα αντίστοιχα πετρελαίου [3]. Τα προϊόντα καύσης του είναι κυρίως οι υδρατμοί και το διοξείδιο του άνθρακα. Νοθεία στο φυσικό αέριο στην Ελλάδα δεν έχει σημειωθεί, τουλάχιστον σύμφωνα με επίσημα στοιχεία. Η καύση του προκαλεί τουλάχιστον 30% μικρότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ανά κιλοβατώρα σε σχέση με το πετρέλαιο και σημαντικά μικρότερες εκπομπές μονοξείδιου του άνθρακα και αζώτου. Αντίστοιχα, σε σχέση με τα στέρεά καύσιμα, οι εκπομπές ρύπων της καύσης του φυσικού αερίου είναι κατά πολύ μικρότερες, ως και αμελητέες ανά περίπτωση ρύπου.

H πορεία του φυσικού αερίου στην Ελλάδα

Η χρήση του φυσικού αερίου για τη οικιακή θέρμανση ανθούσε εδώ και αρκετές δεκαετίες σε πολλές χώρες. Στην Ελλάδα, αποτέλεσε εναλλακτική επιλογή για τον οικιακό τομέα μετά το 2000, με την ίδρυση των τοπικών εταιρειών παροχής φυσικού αερίου (ΕΠΑ). Μέχρι τότε η χρήση του περιορίζονταν κυρίως σε βιομηχανικές εφαρμογές. Η διανομή του στο χώρο της Ελλάδας γίνεται μέσω αγωγών υψηλής πίεσης και μέσω τάνκερ υγροποιημένου φ. αερίου που τροφοδοτούν τις δεξαμενές LNG στο νησί της Ρεβυθούσας.   Η ΔΕΠΑ Α.Ε (ιδιοκτησίας 65% Δημόσιο, 35% Ελληνικά Πετρέλαια) μεταπουλάει τις εισαγόμενες ποσότητες φ.αερίου από Ρωσία, Τουρκία και Αλγερία στις θυγατρικές τοπικές εταιρείες αερίου (ΕΠΑ Αττικής Α.Ε, ΕΠΑ Θεσσαλίας Α.Ε και ΕΠΑ Θεσσαλονίκης Α.Ε) στο πλαίσιο σχετικών συμφωνιών. Η διανομή φ.αερίου στα παραπάνω αστικά κέντρα γίνεται μόνο από τις τοπικές εταιρείες σύμφωνα με το καθεστώς μονοπωλιακής παραχώρησης της αγοράς για 30 έτη, δηλαδή μόνο αυτές μπορούν να διαθέτουν και διανέμουν φυσικό αέριο προς τον οικιακό καταναλωτή στις περιοχές αρμοδιότητας τους. Το Δημόσιο ωφελήθηκε άμεσα από αυτή την επιλογή γιατί έλαβε σημαντικά ποσά (ως δικαίωματα λόγω μονοπωλιακής παραχώρησης) και επέτρεψε τη σωστή, υγιή και γρήγορη ανάπτυξη των υποδομών. Συγχρόνως όμως, αποτέλεσμα αυτού του μοντέλου ανάπτυξης είναι η σημαντική διαφοροποίηση τιμών φ.αερίου ανά πόλη ή επενδυτή (διαφορες τιμών στα πάγια ή/και στην κιλοβατώρα).  Διαθεσιμότητα φ.αερίου υπάρχει σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας μας (Θεσ/νικη, Τρίκαλα, Αλεξανδρούπολη, Βόλος, Λάρισα και Αθήνα κ.α) με διαφοροποιημένο κόστος.  Στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα υπάρχει πρόβλεψη για την σύσταση νέων τοπικών εταιριών ενώ  για τα νησιά δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη. Παρά την ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου (2010) που αφορά τις άδειες διανομής, προμήθειας κ.α, η δημιουργία τοπικών ανεξάρτητων συστημάτων φυσικού αερίου (ΑΣΦΑ) ή διασυνδεδεμένων με το κεντρικό σύστημα δεν έχει προχωρήσει στην υπόλοιπη χώρα λόγω του αυξημένου κόστους των υποδομών και μειωμένου ενδιαφέροντος.

Το κόστος σύνδεσης και εγκατάστασης

Για τις περιοχές δικαιοδοσίας της ΕΠΑ Θεσσαλονίκης Α.Ε και της ΕΠΑ Θεσσαλίας Α.Ε, η τιμή του αερίου ανά κυβικό μειώθηκε σημαντικά τα τελευταία έτη (από 0,85-0,9€/m3  το 2012 σε περίπου 0,55-0,60€/m3  το 2015). Οι τιμές του φυσικού αερίου σε αυτές τις πόλεις ακολουθούν τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών πετρελαίου. Λαμβάνοντας υπόψη τη μετρημένη ανώτερη θερμογόνο δύναμη 11,2KWh/m3 και το γεγονός ότι θα ανοίξει περαιτέρω η αγορά του φυσικού αερίου, οι προοπτικές είναι ιδιαίτερα θετικές για τον κλάδο. H τιμή αυτή είναι ανταγωνιστική σε σχέση με υπόλοιπα καύσιμα. Το τέλος  σύνδεσης και τυχόν εγγυήσεις κατανάλωσης διαφέρουν ανά περίπτωση και σε κάθε πόλη [4]. Οι τιμές προσαυξάνονται όταν το δίκτυο διανομής είναι εκτεταμένο και διαφοροποιείται ανά έτος. Στα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογιστεί το κόστος μετατροπής της εγκατάστασης που είναι η μεγαλύτερη δαπάνη.  Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού επιλέγει τη λύση της ατομικής θέρμανσης με φυσικό αέριο κυρίως για λόγους αυτονόμησης από την κεντρική θέρμανση, λύση που δεν είναι η φτηνότερη καθώς επιβαρύνεται επιπρόσθετα από σημαντικό τέλος σύνδεσης και πάγια τέλη. Σε σύγκριση με άλλα καύσιμα θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι το φυσικό αέριο πρώτα καταναλώνεται και μετά εξοφλείται. Συγχρόνως, η χρήση φυσικού αερίου για το μαγείρεμα αποτελεί ένα σημαντικό πλεονέκτημα καθώς μειώνει την ηλεκτρική κατανάλωση και συμβάλλει στη προστασία του περιβάλλοντος.

Τεχνικές προδιαγραφές και τάσεις στην αγορά φυσικού αερίου

Η κατασκευή των εγκαταστάσεων φ. αερίου διέπεται από τον Τεχνικό Κανονισμό (ΦΕΚ 976β/28-3-2012) και προϋποθέτει την ανάθεση μελέτης και επίβλεψης σε ηλεκτρολόγο/μηχανολόγο/ναυπηγό  μηχανικό και τη θεώρηση αυτής από την αρμόδια ΕΠΑ. Οι εγκαταστάσεις φυσικού αερίου είναι γενικά ιδιαίτερα ασφαλείς, καθώς τροφοδοτούνται με χαμηλή πίεση, δεν γίνεται αποθήκευση και υπόκεινται σε εξωτερικό έλεγχο πριν την λειτουργία (σε αντίθεση με την κατασκευή των συστημάτων στερεών ή υγρών καυσίμων). Ως προς τις τεχνολογίες χρήσης του φυσικού αερίου στην οικιακή χρήση, έχει επικρατήσει γενικά η χρήση επίτοιχων λεβήτων (ατομική θέρμανση) ή κεντρικών λεβήτων, ενώ δεν αποκλείονται εξειδικευμένες λύσεις (κλιματισμός, συμπαραγωγή). Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μια αύξηση στην προτίμηση λεβήτων τεχνολογίας συμπυκνωσης (ή ανώτερης θερμογόνου δύναμης) με β. απόδοσης ως 110%. Η λειτουργία αυτών βασίζεται στην αξιοποίηση της λανθάνουσας θερμότητας (ενέργειας) συμπύκνωσης των υδρατμών στα καυσαέρια. Έτσι προσφέρουν μια αύξηση απόδοσης περίπου 10-12% σε σχέση με συμβατικούς λέβητες, που εξαρτάται από το υπόλοιπο σύστημα θέρμανσης.  Για να είναι εφικτή η συμπύκνωση στα καυσαέρια υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις: απαιτείται χαμηλή θερμοκρασία νερού επιστροφής ώστε να μειωθεί η θερμοκρασία καυσαερίων χαμηλότερα από το σημείο δρόσου. Συνεπώς για την καλύτερη εκμετάλευση των λεβήτων συμπύκνωσης επιβάλλεται η ύπαρξη κατάλληλων τερματικών μονάδών (π.χ ενδοδαπέδια ή Fan coil ή υπερδιαστασιολογημένα θερμαντικά σώματα) ή/και με ένα σύστημα θερμοκρασιακής αντιστάθμισης,  στοιχεία που μπορούν να εξασφαλίζουν την επιστροφή νερού χαμηλής θερμοκρασίας.  Σε περιπτώσεις  αυξημένων ενεργειακών αναγκών,  ενδείκνυται η επιλογή λεβήτων συμπύκνωσης μαζί με κατάλληλες τερματικές μονάδες γιατί οδηγούν σε σημαντικά οφέλη. Συγχρόνως, ο συνδυασμός ενός συστήματος θερμοκρασιακής αντιστάθμισης με έναν λέβητα συμπύκνωσης αερίου, προσφέρει εξαιρετική απόδοση το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της σεζόν θέρμανσης καθώς η αντιστάθμιση επιτρέπει τη λειτουργία με χαμηλές θερμοκρασίες θερμού μέσου (νερό),  οδηγώντας σε συμπύκνωση ακόμα και όταν οι τερματικές μονάδες είναι απλά σώματα.

 

[1] Αναλυτικές πληροφορίες στο έντυπο από την ιστοσελίδα της ΔΕΠΑ Α.Ε:http://www.depa.gr/templates/depa//pdf/depa_orologia.pdf

[2] Οι τιμές αναφέρονται στο εισαγόμενο φυσικό αέριο στην Ελλάδα και προέρχονται από τις ιστοσελίδες των εταιριών παροχής αερίου.

[3] INTERNATIONAL ENERGY OUTLOOK 2011:http://www.eia.gov/forecasts/ieo/nat_gas.cfm

[4] Τα τέλη σύνδεσης σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δωρεάν ενώ σε αρκετές μπορεί να ξεπεράσουν κατά πολύ τα 400 ευρώ.